Τὰ παράδοξα μυστήρια, ποὺ ἔγιναν στὴν Περσία στὸν καιρὸ τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ
καὶ ὅτι πρῶτα στοὺς Πέρσες παρουσιάσθηκε ἡ ἐπιφάνεια τοῦ Κυρίου μας Ιησοῦ Χριστοῦ, καὶ γιὰ τοὺς μάγους καὶ τὸν ἀστέρα, τὰ ὁποῖα διηγήθηκε ὁ φιλόσοφος Άφροδιτιανὸς σὲ μιὰ διάλεξι, ποὺ ἔγινε ἀνάμεσα σε Χριστιανούς, “Ἕλληνες καὶ Ἑβραίους.
Ἀρχικὰ πρῶτα στὴν Περσία ἔγινε γνωστὴ ἡ ἔνσαρκη οἰκονομία καὶ ἡ γέννησις τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀπὸ τὸν ναὸ τῆς Ἥρας, ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ, τὸν ὁποῖον ἔκτισε ὁ Βασιλιάς Κύρος λίγο πιὸ μακρυὰ ἀπὸ τὰ Βασιλικά Παλάτια καὶ ἀφιέρωσε σ’ αὐτὸν χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ εἴδωλα, τὰ ὁποῖα τὰ στόλισε μὲ πολύτιμους λίθους. Ἀπὸ ἐκεῖ, λέω, ἀκούσθηκε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, καθὼς αὐτὸ δὲν διαφεύγει ἀπὸ τοὺς νομομαθεῖς καὶ καθὼς οἱ χρυσοὶ πίνακες, ποὺ βρίσκονται γραμμένοι ἐκεῖ, διδάσκουν· μερικοί γράφουν, ὅτι κατὰ τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες, ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστὸς στὴν Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας, πῆγε τότε ὁ Βασιλιὰς τῆς Περσίας μέσα στὸν ναὸ αὐτόν, γιὰ νὰ μάθη τὴν ἐξήγησι μερικῶν ὀνείρων, ποὺ εἶδε στὸν ὕπνο του. Καὶ ἐκεῖ τοῦ λέει ὁ ἱερέας τῶν εἰδώλων ὁ Προύπιος συγχαίρω μαζὶ μὲ σένα Βασιλιά, διότι ή θεά Ήρα ἔμεινε ἔγκυος· ἀκούγοντάς το ὁ Βασιλιὰς χαμογέλασε καὶ τοῦ λέει ἡ Ἥρα, ποὺ εἶναι τόσα χρόνια πεθαμένη, τώρα ἔμεινε ἔγκυος; Ὁ ἱερέας, πάλι τοῦ λέει· ναί, Βασιλιά, ή Ἥρα, ποὺ ἔχει πεθάνει, ἐπανῆλθε στὴν ζωὴ τώρα καὶ θὰ γεννήση ζωή. Ὁ δὲ Βασιλιάς τί εἶναι αὐτὸ ποὺ λές; φανέρωσέ μου το καλλίτερα· τότε ὁ ἱερέας Προύπιος τοῦ εἶπε· στ’ ἀλήθεια Βασιλιά, σὲ καιρὸ ἀνάγκης ἦλθες ἐδῶ σήμερα· λοιπόν, ἄκουσε τὸ μυστήριο· ὅλη τὴν περασμένη νύχτα ὅλα τὰ εἴδωλα τοῦ ναοῦ, ἀνδρικὰ καὶ γυναικεῖα, χόρευαν καὶ ἔλεγαν μεταξύ τους ἐλᾶτε νὰ συγχαροῦμε μὲ τὴν Ἥρα, διότι φιλήθηκε· ἐγὼ δὲ, εἶπα· πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ φιληθῆ καὶ νὰ μείνη ἔγκυος ἐκείνη, ποὺ πέθανε καὶ δὲν ὑπάρχει; Καὶ ἐκεῖνα εἶπαν, ὅτι ξανάζησε καὶ δὲν λέγεται πλέον Ἥρα άλλὰ Ουρανία· διότι μεγάλος “Ήλιος τὴν φίλησε· τότε τὰ γυναικεῖα εἴδωλα, γιὰ νὰ ἐξευτελίσουν τάχα τὸ πρᾶγμα, εἶπαν στὰ εἴδωλα τῶν ἀνδρῶν. Ἡ Πηγὴ εἶναι ἐκείνη, ποὺ φιλήθηκε καὶ ὄχι ἡ Ἥρα… μήπως ή “Ἥρα ἀρραβωνιάστηκε τὸν τέκτονα τὸν μαραγκό; Καὶ λένε τὰ εἴδωλα τῶν ἀνδρῶν· ὅτι ὀνομάστηκε Πηγὴ τὸ δεχόμαστε, διότι μὲ δίκαιο τρόπο λέγεται Πηγή, ὅμως τὸ κύριο ὄνομά της εἶναι Μυρία (ἴσ. Μαρία), ἡ ὁποία ἔχει μέσα στὴν μήτρα της, σὰν ἕνα πέλαγος, ἕνα καράβι ποὺ χωράει χιλιάδες ἄνδρες, ἂν δὲ καὶ λέγεται Πηγή, ἔτσι πρέπει νὰ νοῆται, Πηγή, ποὺ ἀναβλύζει πάντοτε νερό, δηλαδή πνεῦμα, ἔχοντας μόνο ἕνα ψάρι, τὸ ὁποῖο πιάστηκε μὲ τὸ ἀγκίστρι τῆς θεότητας καὶ τρέφει μὲ τὴν ἴδια του τὴν σάρκα ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ πολιτεύονται στὴν παροῦσα ζωὴ μὲ ζάλη καὶ ταραχή, σὰν νὰ ἦταν στὴν θάλασσα· καὶ πολὺ καλὰ εἴπατε, ὅτι ἔχει ἀρραβωνιαστικό τέκτονα, ἀλλὰ ὅμως τὸν τέκτονα, ποὺ γεννᾶ, δὲν εἶναι ἀπὸ συμμετοχὴ ἄνδρα διότι αὐτὸς ὁ τέκτονας, ποὺ γεννιέται, εἶναι υἱὸς τοῦ ἀρχιτέκτονα Θεοῦ καὶ Πατέρα, ὁ ὁποῖος κατασκεύασε τὴν σκέπη τοῦ οὐρανοῦ τὴν τριώροφη μὲ πάνσοφες τέχνες καὶ μὲ τὸν λόγο του στερέωσε αὐτὴ τὴν σκέπη τοῦ οὐρανοῦ τὴν τρικάτοικο. Λοιπόν, ὅπως φιλονεικοῦσαν τὰ εἴδωλα ἀναμεταξύ τους σχετικὰ μὲ τὴν Ἥρα καὶ τὴν Πηγή, ἔπειτα ὅλα ὁμόφωνα εἶπαν· ὅταν ξημερώση ἡ ἡμέρα, τότε θὰ γνωρίσουμε ὅλοι καὶ ὅλες τὸ βέβαιο καὶ ἀληθινό. Τώρα, λοιπόν, Βασιλιά, πρέπει νὰ μείνης ἐδῶ αὐτὴ τὴν ἡμέρα, διότι ἡ ὑπόθεσις αὐτὴ σήμερα, ὁπωσδήποτε, θὰ φανερωθῆ μὲ τελειότητα.
Μένοντας ὁ Βασιλιὰς στὸν ναό, ξαφνικά βλέπει ὅλα τὰ εἴδωλα νὰ κινοῦνται μόνα τους καὶ νὰ χορεύουν καὶ νὰ χαίρωνται· καὶ οἱ μὲν κινύστριες ἄρχισαν νὰ χτυποῦν τοὺς κινύρες, οἱ δὲ μοῦσες νὰ ψάλλουν καὶ ὅσα χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ εἴδωλα τετράποδων καὶ πετεινῶν ἦταν μέσα στὸν ναό, κάθε ἕνα λαλοῦσε τὴν δική του φωνή. Ὁ Βασιλιὰς βλέποντας αὐτὰ τρόμαξε καὶ γέμισε ἀπὸ πολὺ φόβο καὶ ἤθελε νὰ φύγη ἀπὸ ἐκεῖ, διότι δὲν μποροῦσε νὰ ὑποφέρη ἐκείνη τὴν φασαρία, ποὺ ἔκαναν τὰ εἴδωλα. Ἀλλὰ ὁ ἱερέας Προύπιος τοῦ λέει· μεῖνε, Βασιλιά, καὶ μὴ φύγης, διότι σήμερα θὰ γίνη τέλεια ἀποκάλυψις, τὴν ὁποία θὰ μᾶς τὴν φανερώση ὁ Θεὸς ὅλων τῶν θεῶν.
Τὴν στιγμὴ ποὺ λέγονταν αὐτά, ἄνοιξε ἡ σκέπη τοῦ ναοῦ καὶ κατέβηκε ἕνα λαμπρό ἄστρο καὶ στάθηκε πάνω στὸν ἀνδριάντα τῆς Πηγῆς καὶ ἀκούσθηκε φωνὴ τέτοια· Δέσποινα Πηγή, ὁ μεγάλος “Ἥλιος μὲ ἀπέστειλε νὰ σοῦ ἀναγγείλω καὶ ταυτόχρονα νὰ ὑπηρετήσω τὰ πρέποντα στὴν γέννησι, φανερώνοντας σὲ σένα γάμο ἀμίαντο, ἡ ὁποία ἔγινες μητέρα τοῦ πρώτου ἀπὸ ὅλα τὰ τάγματα καὶ εἶσαι νύφη τοῦ τρισυπόστατου μοναδικοῦ Θεοῦ· τὸ δὲ ἄσπορο βρέφος, ποὺ θὰ γεννηθῆ ἀπὸ σένα, καλεῖται ἀρχὴ καὶ τέλος ἀρχὴ μὲν σωτηρίας, τέλος δὲ ἀπώλειας. Καὶ ἀμέσως, μόλις ἀκούσθηκε αὐτὴ ἡ φωνή, ὅλα τὰ εἴδωλα ἔπεσαν μὲ τὸ πρόσωπο κάτω στὸ ἔδαφος τοῦ ναοῦ καὶ μόνο ή Πηγὴ στάθηκε, πάνω στὴν ὁποία βρέθηκε στερεωμένος ἕνας στέφανος βασιλικός, ὁ ὁποῖος εἶχε πάνω του ἕναν ἀστέρα λιθοκόλλητο ἀπὸ δύο πολύτιμους λίθους, Ἄνθρακα καὶ Σμάραγδο, πάνω δὲ ἀπὸ τὴν Πηγή στεκόταν ὁ ἀστέρας, ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ὁ Βασιλιὰς βλέποντας αὐτὰ ἔμεινε ἐκστατικὸς καὶ προστάζει ἀμέσως νὰ μαζευθοῦν στὸν ναὸ ὅλοι οἱ σοφοὶ σημειολύτες, ὅσοι βρίσκονταν στὸν χῶρο τοῦ βασιλείου του· καὶ οἱ κήρυκες φώναζαν μὲ τὶς σάλπιγγες τὴν προσταγὴ τοῦ βασιλιᾶ. Καὶ ἔτσι μαζεύτηκαν στὸν ναὸ ὅλοι οἱ σοφοί καί, καθὼς εἶδαν τὸν ἀστέρα, ποὺ στεκόταν πάνω στὴν Πηγὴ καὶ τὸν βασιλικό στέφανο μαζὶ μὲ τὸν λιθοκόλλητο ἀστέρα καὶ τὰ εἴδωλα ὅλα πεσμένα στὴν γῆ, εἶπαν· Βασιλιά, γνώριζε, ὅτι φύτρωσε ρίζα θεϊκὴ καὶ βασιλική, ἡ ὁποία ἔχει χαρακτήρα οὐράνιας καὶ ἐπίγειας Βασιλείας διότι ή Πηγὴ εἶναι κόρη τῆς Καρίας (ἴσ. Μαρίας) τῆς Βηθλεεμίτιδας· ὁ στέφανος εἶναι σημεῖο βασιλικό· ὁ ἀστέρας εἶναι σημεῖο οὐράνιο, ποὺ θαυματουργεῖται στὴν γῆ· διότι ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Ἰούδα ἀναστήθηκε βασιλεία, ἡ ὁποία θὰ ἐξαφανίση τὰ μνημόσυνα καὶ τὴν ἐνθύμησι τῶν Ἰουδαίων· τὸ δὲ πέσιμο τῶν εἰδώλων στὸ ἔδαφος δηλώνει ὅτι ἔφθασε τὸ τέλος τῆς τιμῆς τους, διότι ὁ Θεός, ποὺ ἦλθε τώρα, ὅντας παλαιότερης ἀξίας, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀφήση τιμὴ στοὺς νέους θεούς;
Λοιπόν, Βασιλιά, στείλε τώρα ἀνθρώπους στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐκεῖ θὰ βρῆς τὸν υἱὸ τοῦ Παντοκράτορα Θεοῦ ποὺ γεννήθηκε μὲ σῶμα, βασταζόμενο ἀπὸ γυναικεῖες ἀγκαλιές, ἔμεινε ὁ ἀστέρας πάνω στὴν Πηγή, τὴν λεγόμενη οὐρανία, μέχρι ποὺ βγῆκαν οἱ μάγοι, γιὰ νὰ πᾶνε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ τότε μαζὶ μὲ τοὺς μάγους πορεύθηκε καὶ ὁ ἀστέρας ὁδηγῶντας τους ἀφοῦ δὲ ἔγινε νύχτα βαθειά, παρουσιάσθηκε στὸν ἴδιο ναὸ ὁ Διόνυσος ὁ θεὸς τῶν μέθυσων, μαζὶ μὲ Σάτυρες, λέγοντας στὰ εἴδωλα, ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ· ἡ Πηγὴ δὲν εἶναι πλέον μία θεὰ ἀπὸ ἐμᾶς, ἀλλὰ εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ ἐμᾶς, ἐπειδὴ γεννᾶ ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ εἶναι στέφανος θείας τύχης. Τί κάθεσαι ἐδῶ, ὦ ἱερέα Προύπιε; τί κάνεις; Μία ἔγγραφη πρᾶξι ἔφθασε ἐναντίον μας καὶ ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς θὰ ἐλεγχώμαστε ὡς ψεῦτες ἀπὸ ἔνα πραγματικό πρόσωπο, πού θὰ κάνη πολλὲς ἐνέργειες καὶ θαύματα· ὅσα φαντάσματα κάναμε μέχρι τώρα, κάναμε καὶ πλέον δὲν θὰ εἶναι δυνατὸν νὰ κάνουμε ὅ,τι κυριεύσαμε κυριεύσαμε καὶ δὲν θὰ κυριεύουμε πιά. Χρησμοὺς καὶ προφητεῖες δὲν μποροῦμε πλέον νὰ δώσουμε· ἔφυγε ἀπὸ ἐμᾶς ἡ τιμή· ἄδοξοι καὶ ἄτιμοι γίναμε· ἕνας μόνος ἀνέλαβε ἀπὸ ὅλους τὴν ἴδια του τιμή· πὲς στὸν Μιθροδάβη, (ἴσως αὐτὸς ἦταν ὁ τότε Βασιλιάς), ὅτι οἱ Πέρσες πλέον δὲν θὰ ζητοῦν φόρους καὶ δοσίματα γιὰ τὴν γῆ καὶ τὸν ἀέρα· διότι ἦλθε παρὼν ἐκεῖνος, ποὺ δημιούργησε αὐτά· ὁ ὁποῖος προσφέρει φόρους σὲ ἐκεῖνον ποὺ τὸν ἔστειλε· αὐτὸς ἀναπλάθει τὴν παλαιωμένη εἰκόνα καὶ δίνει τὸ ἀνόμοιο στὰ ὅμοια (ἴσως τὸ ὅμοιο στὰ ὅμοια). Τώρα ὁ οὐρανὸς συγχαίρεται μὲ τὴν γῆ· ἡ δὲ γῆ δεχόμενη οὐράνιο καύχημα καυχιέται· ἐκεῖνα ποὺ δὲν ἔγιναν πάνω στὸν οὐρανό, ἔγιναν κάτω στὴν γῆ· ἐν κεῖνα ποὺ δὲν εἶδε ἡ εὐτυχισμένη τάξις (τῶν δαιμόνων ἀφοῦ ἦταν Ἄγγελοι) τὰ θεωρεῖ ἡ δυστυχούσα (δηλαδὴ τῶν ἀνθρώπων)· ἐκείνους, τοὺς εὐτυχεῖς δηλαδὴ τοὺς φοβερίζει ἡ φωτιά· σὲ αὐτοὺς ὅμως τοὺς δυστυχεῖς εἶναι δροσιά.
Ἡ εὐτυχία τῆς Καρίας (ίσως Μαρίας) εἶναι τὸ νὰ γεννήση πηγή στην Βηθλεέμ· ἡ δὲ χάρις τῆς Πηγῆς ποιὰ εἶναι; Νὰ γίνη οὐρανοπόθητος καὶ νὰ λάβη χάρι ἀντὶ χάριτος. Ἡ Ἰουδαία ἄνθησε καὶ ἀμέσως μαραίνεται στοὺς ἐθνικοὺς καὶ ἀλλογενεῖς ἦλθε ἡ σωτηρία· στοὺς ταλαίπωρους πλεονάζει ἄξια ἀναψυχή· οἱ γυναῖκες χορεύοντας λένε Κυρὰ Πηγὴ ὑδατοφόρε, σὺ ποὺ ἔγινες μητέρα τοῦ οὐράνιου φωστῆρα, ἡ νεφέλη ποὺ δροσίζεις τὸν κόσμο, ποὺ καίγεται ἀπὸ τὴν ζέστη, θυμήσου, ὦ φιλοδέσποινα, καὶ ἐμᾶς τὶς δοῦλες σου.
Ὁ Βασιλιάς, λοιπόν, χωρὶς νὰ χάση καιρό, ἔστειλε μὲ δῶρα τοὺς τρεῖς Μάγους, ποὺ ἀνῆκαν στὸ βασίλειό του, γιὰ νὰ πᾶνε στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ προσκύνησι ἐκείνου, ποὺ γεννήθηκε, τοὺς ὁποίους τοὺς ὠδηγοῦσε τὸ ἐμφανισμένο ἀστέρι· καὶ ὅταν γύρισαν πίσω, διηγήθηκαν στοὺς παρευρισκόμενους τὰ παρακάτω, τὰ ὁποῖα καὶ γράφθηκαν σὲ χρυσοῦς πίνακες μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο·
«Καθώς φθάσαμε, λέει, στὰ Ἱεροσόλυμα, τὸ φωτεινὸ ἀστέρι μαζὶ μὲ τὴν παρουσία μας τάραξε πολὺ καὶ σίγχυσε ὅλους ὅσους βρίσκονταν ἐκεῖ, λέγοντας, τί εἶναι τοῦτο, νὰ ἔλθουν ἐδῶ οἱ σοφοί τῶν Περσῶν μὲ ὁδηγὸ ἕνα νεοεμφανισμένο ἀστέρι; Καὶ οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων ρωτοῦσαν νὰ τοὺς ποῦμε τὶ θὰ γίνη καὶ τὸν σκοπό, γιὰ τὸν ὁποῖο πήγαμε ἐκεῖ καὶ ἐμεῖς εἴπαμε σ’ αὐτούς· ἐσεῖς εἶσθε ἄρρωστοι ἀπὸ τὴν ἀπιστία καὶ οὔτε μὲ ὅρκο οὔτε χωρὶς ὅρκο πιστεύετε, ἀλλὰ ἀκολουθεῖτε τὸν δικό σας ἄβουλο σκοπό· διότι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ ὑψίστου, γεννήθηκε καταλύοντας τὸν νόμο καὶ τὶς συναγωγές σας καὶ γι’ αὐτὸ σὰν νὰ καταπληγώνεσθε ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀληθέστατη μαντεία, δὲν ἀκοῦτε μὲ εὐχαρίστησι καὶ χαρὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο ἦλθε ξαφνικὰ ἐπάνω σας. Οἱ Ἰουδαῖοι, ἀφοῦ συζήτησαν μεταξύ τους, μᾶς παρακάλεσαν νὰ δεχθοῦμε δῶρα ἀπὸ αὐτοὺς καὶ νὰ σιωπήσουμε τὸ μυστήριο αὐτό, ὥστε νὰ μὴ γίνη καμιὰ ἐπανάστασι στὸν τόπο τους. Ἐμεῖς τότε τοὺς εἴπαμε, ὅτι φέραμε δώρα πρὸς τιμὴν αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἤλθαμε, γιὰ νὰ κηρύξουμε τὰ μεγαλεῖα ποὺ συνέβηκαν στὴν γέννησί του, καὶ ἐσεῖς μᾶς δίνετε δώρα, γιὰ νὰ κρύψουμε αὐτά, ποὺ δημοσιεύθηκαν ἀπὸ τὴν οὐράνια θεότητα, καὶ νὰ παραβλέψουμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Βασιλιᾶ μας; Η δὲν γνωρίζετε πόσα κακά δοκιμάσατε ἀπὸ τοὺς Ἀσσύριους; Οἱ Ἰουδαῖοι φοβήθηκαν καί, ἀφοῦ μᾶς παρακάλεσαν πολύ, μᾶς ἄφησαν νὰ φύγουμε. Ὁ Βασιλιὰς τῶν Ἰουδαίων μᾶς κάλεσε καὶ μᾶς ρώτησε γιὰ τὸ ἀστέρι καὶ τὰ λοιπά, πῶς δηλαδὴ καὶ πότε φανερώθηκε σὲ μᾶς. Ἐμεῖς τοῦ διηγηθήκαμε ὅλη τὴν ὑπόθεσι, ὅ πως ἔγινε·
ὁ Βασιλιὰς ἀκούγοντας αὐτὰ ταράχθηκε πολύ, ἀλλὰ ἐμεῖς δὲν τοῦ δώσαμε καμμιὰ σημασία, θεωρῶντάς τον εὐτελῆ καὶ μηδαμινό, φύγαμε καὶ συνεχίσαμε τὴν ὁδοιπορία μας καὶ πήγαμε ἐκεῖ, ὅπου σταλθήκαμε νὰ πᾶμε, καὶ εἴδαμε τὴν μητέρα, ποὺ γέννησε τὸν Χριστὸ καὶ αὐτόν, ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ αὐτήν, ἐπειδὴ καὶ ὁ ἀστέρας μᾶς ἔδειχνε τὸ δεσποτικό βρέφος. Εἴπαμε τότε σ’ αὐτήν, ὅταν πήγαμε ἐκεῖ·
“Πῶς ὀνομάζεσαι περίφημη μητέρα;᾿ ἐκείνη ἀπάντησε “Μαρία, ὀνομάζομια, ὦ δεσπότες· ἐμεῖς, πάλι, τὴν ρωτήσαμε ‘Ἀπὸ ποιὸν τόπο κατάγεσαι’; καὶ ἐκείνη ἀποκρίθηκε· “Ἀπὸ αὐτὸν τὸν τόπο κατάγομαι·
λέμε τότε σ’ αὐτήν· “Δὲν ἔχεις ἄνδρα’; Καὶ ἐκείνη μᾶς εἶπε, μόνο ἀρραβωνιάσθηκα ἄνδρα καὶ ἔγιναν προγαμιαῖα συμβόλαια· ὅμως, ἡ καρδιά μου δίσταζε καὶ δὲν ἤθελα καθόλου νὰ ἔλθω σὲ γάμο· καὶ τὸν καιρό, ποὺ βρισκόμουν σὲ τέτοιους λογισμούς,ξημερώνοντας Κυριακὴ μὲ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἥλιου, ἦλθε σὲ μένα θαυμαστός Ἄγγελος Κυρίου καὶ ξαφνικὰ μοῦ ἀνήγγειλε τὴν παράδοξη γέννησι αὐτοῦ τοῦ βρέφους, τὴν ὁποία ἀκούγοντας ἐγὼ ταράχθηκα καὶ φώναξα· καθόλου, Κύριε, διότι ἄνδρα δὲν γνωρίζω. Ὁ δὲ Ἄγγελος μὲ πληροφόρησε, ὅτι αὐτὴ ἡ γέννησις θὰ γίνη μὲ τὴν θέλησι τοῦ Θεοῦ, χωρὶς ἄνδρα’. Τότε τῆς εἴπαμε ἐμεῖς· “Μητέρα τῶν μητέρων, ὅλοι οἱ θεοὶ τῶν Περσῶν σὲ μακάρισαν· τὸ καύχημά σου εἶναι μεγάλο, διότι ξεπέρασες ὅλα τὰ ἔνδοξα βασίλεια καὶ φάνηκες βασιλικώτερη ἀπὸ ὅλες τίς βασίλισσες”. Τὸ παιδί, ὁ Ἰησοῦς, καθόταν κάτω στὸ χῶμα καὶ ἦταν δύο χρόνων, ὅπως ἔλεγε ἡ μητέρα του, καθώς ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος συμφωνεῖ μ’ αὐτὸ λέγοντας «Τότε ὁ Ἡρώδης, ἐπειδὴ εἶδε ὅτι ἐξαπατήθηκε ἀπὸ τοὺς μάγους, θύμωσε πάρα πολὺ καὶ ἔστειλε καὶ σκότωσε ὅλα τὰ παιδιὰ στὴν Βηθλεέμ καὶ σ’ ὅλα τὰ περίχωρά της ἀπὸ δύο ἐτῶν καὶ κάτω, σύμφωνα μὲ τὸν χρόνο, ποὺ ἐξακρίβωσε ἀπὸ τοὺς μάγους» (κεφ. 2,16), τὸ ὁποῖο βρέφος ἔμοιαζε καὶ εἶχε τὸν χαρακτῆρα τῆς μητέρας του.
Αὐτὴ ἦταν ὑψηλή, τὸ δὲ σῶμα της ἦταν τρυφερό· εἶχε τὸ χρῶμα τοῦ σιταριού καὶ ὡραιώτατα μαλλιὰ στὸ κεφάλι της εἴχαμε ἐμεῖς ἕναν ἐπιτήδειο ζωγράφο, τοῦ εἴπαμε καὶ ζωγράφησε τὴν εἰκόνα καὶ τῆς μητέρας καὶ τοῦ παιδιοῦ καὶ τὴν φέραμε ἐδῶ στὴν χώρα μας καὶ ἀφιερώθηκε στὸν ἀναφερθέντα ναό, στὸν ὁποῖο ἔγινε ὁ χρησμὸς καὶ τὰ προαναφερθέντα σημεῖα, ἔχοντας αὐτὴ τὴν ἐπιγραφή· «Η βασιλεία τῶν Περσῶν ἀφιέρωσε αὐτὴν τὴν εἰκόνα στὸν Ἥλιο, μεγάλο Θεὸ καὶ Βασιλιὰ Ἰησοῦ».
Παίρνοντας τὸ παιδί Ἰησοῦ ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς στὴν ἀγκαλιά του, τοῦ δώσαμε χρυσό, λιβάνι καὶ σμύρνα, λέγοντας πρὸς αὐτόν· «σοὶ τὰ σὰ φιλοτιμοῦμεν οὐρανοδύναμε Ἰησοῦ»· δηλαδὴ σὲ σενα Ἰησοῦ προσφέρουμε αὐτὰ τὰ δικά σου δώρα. Μὲ ἄλλον τρόπο δὲν κυβερνοῦνται τὰ ἀκυβέρνητα, ἐὰν δὲν ἐρχόσουν ἐσὺ στὴν γῆ, μὲ ἄλλον τρόπο δὲν ἔσμιγαν τὰ οὐράνια μὲ τὰ ἐπίγεια, ἐὰν ἐσὺ δὲν κατέβαινες οὔτε κανένα ἔργο γίνεται τόσο τέλειο, ἂν κάποιος στείλη τὸν δοῦλο του, ὅσο τέλειο γίνεται, ὅταν πηγαίνη ὁ ἴδιος ὁ δεσπότης, γιὰ νὰ τὸ κάνη. Οὔτε ὁ Βασιλιάς, ἐὰν στείλη σὲ πόλεμο εναντίον τῶν ἐχθρῶν του ἡγεμόνες, γιὰ νὰ τοὺς ἐξολοθρέψουν, τὸ πετυχαίνουν τόσο τέλεια, ὅσο τέλεια τὴν πετυχαίνει, ὅταν πηγαίνη αὐτὸς ὁ ἴδιος στὸν πόλεμο. Αὐτὸ δηλαδὴ τὸ νὰ μεθοδευθῆς ἐσὺ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, μὲ τὴν ἔνσαρκη οἱκονομία νὰ καταβάλης τοὺς ἀντικείμενους δαίμονες, αὐτὸ κατωρθώθηκε μὲ τὴν δική του σοφὴ μέθοδο.
Τὸ παιδὶ ἀκούγοντας αὐτὰ χαιρόταν καὶ σκιρτοῦσε στὰ λόγια αὐτὰ ποὺ τοῦ λέγαμε. Ἀποχαιρετῶντας, λοιπόν, τὴν μητέρα τοῦ Ἰησοῦ, ἀφοῦ τὴν τιμήσαμε καὶ μᾶς τίμησε, ἀναχωρήσαμε ἀπὸ ἐκεῖ μὲ μεγάλη χαρὰ καὶ εὐφροσύνη καὶ ἀρχίσαμε νὰ κάνουμε τὴν ὁδοιπορία μας. Καθὼς φθάσαμε σὲ ἕναν τόπο τὸ βράδυ, διανυκτερεύσαμε γιὰ νὰ ξεκουρασθοῦμε καὶ τὴν νύκτα, ἐκεῖ ποὺ κοιμώμασταν, μᾶς ἦλθε ἕνας φοβερὸς ἀρχιστράτηγος καὶ μᾶς λέει· τὸ γρηγορώτερο νὰ σηκωθῆτε καὶ νὰ φύγετε ἀπὸ ἐδῶ, γιὰ νὰ μὴ πάθετε κανένα κακό· ἐμεῖς μὲ φόβο τοῦ εἴπαμε, καὶ ποιὸς εἶναι, ὦ θεῖε ἀρχιστράτηγε, ἐκεῖνος, ποὺ θέλει τὸ κακό μας σὲ τέτοια ἡλικία; Ὁ Ἄγγελος εἶπε· ὁ Ἡρώδης εἶναι ποὺ θέλει τὸ κακό σας, ἀλλὰ ἀμέσως σηκωθεῖτε γιὰ νὰ φύγετε μὲ εἰρήνη ἀσφαλεῖς καὶ ἀμέσως καβαλικέψαμε τὰ γρήγορα ἄλογά μας, ἀναχωρήσαμε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἀφοῦ ἤλθαμε ἐδῶ στὴν πατρίδα μας, σᾶς ἀναγγείλαμε ὅλα ἐκεῖνα, ποὺ εἴδαμε στὴν Ἱερουσαλήμ.
Αὐτὴ τὴν ἱστορία τὴν διηγεῖται καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἢ ἀλλιῶς Ἰωάννης Ἐπίσκοπος Εὐβοίας, στὸν λόγο του γιὰ τὴν γέννησι τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτὴ τὴν θεωρεῖ ἀληθινὴ καὶ ὁ μέγας Βασίλειος, ὁ ὁποῖος λέει γιὰ τὴν γέννησι τοῦ Χριστοῦ, ὅτι οἱ μάγοι γνώρισαν πὼς Θεὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ γεννήθηκε, ἐπειδὴ καταργήθηκε καὶ ἐξασθένησε ή δύναμις καὶ ἡ ἐνέργεια τῶν δαιμόνων, ποὺ λατρεύονταν ἀπὸ αὐτούς, ἐξαιτίας τῆς ἐμφάνισης τοῦ Κυρίου· «Πιθανὸν καὶ ἀντιλαλαμβανόμενοι ὅτι μὲ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ Κυρίου ἐξασθένησε καὶ ἡ ἀντίθετη δύναμις, διότι καταργήθηκε ή δύναμί της, ἀπέδιδαν μεγάλη δύναμι σ’ αὐτὸν ποὺ γεννήθηκε γι’ αὐτὸ καὶ ἀφοῦ βρῆκαν τὸ παιδί, τὸ προσκύνησαν μὲ δῶρα». Ἐδῶ δηλώνει, ὅτι οἱ μάγοι δὲν βρῆκαν τὸν Χριστὸ στὸ σπήλαιο ποὺ γεννήθηκε, ἀλλὰ στὴν οἰκία, μετὰ τὴν παρέλευσι δύο σχεδόν χρόνων, ὅπως λέει ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος, «καὶ ἀφοῦ ἦλθαν στὴν οἰκία βρῆκαν τὸ παιδί» (2,11)· ὅτι ὁ ἀστέρας φάνηκε ὄχι πρὶν τὴν γέννησι τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ ἀφοῦ γεννήθηκε, τὸ μαρτυροῦν καὶ οἱ τοῦ Εὐαγγελίου θεῖοι χρησμοί· «Νὰ, μάγοι ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ ἦλθαν στὰ Ἱεροσόλυμα, λέγοντας· ὄχι ποῦ εἶναι αὐτός, ποὺ πρόκειται νὰ γεννηθῆ, ἀλλ᾽ ὁ Βασιλιὰς τῶν Ἰουδαίων ποὺ γεννήθηκε· ἀναφέρονταν δηλαδὴ σὲ χρόνο, ποὺ ἔχει ἔλθει καὶ ἔχει περάσει»· φαίνεται δὲ ὅτι οἱ μάγοι βρῆκαν τὸν Κύριο στὴν Βεθλεέμ σὲ οἰκία, ὅταν ὁ Κύριος ἦταν περίπου δεκαπέντε μηνῶν, τὸν Μάρτιο μῆνα τοῦ δεύτερου χρόνου, κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, στὴν ὁποία ἦταν συνήθεια νὰ ἀνεβαίνουν οἱ τότε εὐσεβεῖς στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ τὴν συνήθεια αὐτὴ ἀκολουθοῦσαν καὶ οἱ γονεῖς τοῦ Ἰησοῦ, ὅπως ἐξιστορεῖ ὁ θεῖος Λουκᾶς (κεφ. 2,42), γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἡρώδης φόνευσε τὰ βρέφη, ποὺ ἦταν κάτω τῶν δύο ἐτῶν, ὅπως ὁ θεῖος Ματθαῖος ἱστορεῖ· «Σύμφωνα μὲ τὸν χρόνο, ποὺ ἐξακρίβωσε ἀπὸ τοὺς μάγους», ἀφοῦ δηλαδὴ φάνηκε ὁ ἀστέρας.
Αὐτὸ τὸ ἴδιο λέει καὶ ὁ θεῖος Χρυσόστομος (Όμιλ. ς΄ εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον). Σχετικὰ μὲ τὸ ἀστέρι αὐτό, αὐτὰ λέει ὁ Θεοφόρος Ἰγνάτιος στὴν πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολή· «Ἔλαμψε στὸν οὐρανὸ ἀστέρι ἀνώτερο ἀπὸ ὅλα τὰ προηγούμενα· καὶ τὸ φῶς του ἦταν ἀνεκδιήγητο καὶ παράξενο σὲ ὅσους τὸ ἔβλεπαν· καὶ ὅλα τὰ ὑπόλοιπα ἀστέρια μαζὶ μὲ τὸν Ἥλιο καὶ τὴν Σελήνη ἔστησαν χορὸ γύρω ἀπὸ τὸ ἀστέρι· αὐτὸ ὅμως εἶχε ὑπερβολικὸ φῶς· καὶ τὸ νέο αὐτὸ θέαμα προξενοῦσε κάποια ταραχή»· ἀλλὰ καὶ ὁ Χρυσόστομος λέει ὅτι αὐτὸς ἔλαμπε περισσότερο ἀπὸ τὸν ἥλιο, γι’ αὐτὸ καὶ φαινόταν κατὰ τὴν ἡμέρα.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ θεῖος Χρυσόστομος λέει· «Ποιὸς λόγος τοὺς ἔπεισε; Ποιῶν ἀγαθῶν ἡ ἐλπίδα ὥστε νὰ προσκυνήσουν τὸν Βασιλέα ἀπὸ τόσο μακρυά;» (Ομιλία ς’ στὸ κατὰ Ματθ.)
Σκέψου αγαπητέ, την οδό που σε διδάσκουν οι Μάγοι (τῶν ὁποίων τὰ ὀνόματα εἶναι αὐτά, Μελκούμ, Ἰάσπαρ καὶ Βαλτάσαρ), γιὰ νὰ βρῆς τὸν Χριστὸ μὲ τρία πράγματα·
α΄ μὲ τὴν προθυμία, ποὺ ἔδειξαν στὴν ὁδοιπορία τους.
β΄ μὲ τὴν σταθερότητα καὶ τὴν μεγαλοψυχία μὲ τὴν ὁποία τὴν ἀκολούθησαν καὶ
γ’ μὲ τὴν σύνεσι, ποὺ τὴν τελείωσαν προσφέροντας τὰ μυστηριώδη δῶρα·
καὶ α΄ συλλογίσου τὴν ἰδιαίτερη προθυμία αὐτῶν τῶν τριῶν βασιλιάδων ἢ βασιλικῶν ἀνθρώπων, τὴν ὁποία ἔδειξαν στὸ νὰ ὑπακούσουν στὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ τοὺς μίλησε ὄχι μὲ γλῶσσα, ἀλλὰ μὲ ἕναν ἀστέρα, ὁ ὁποῖος, κατὰ τὸν σοφώτατο Νικήτα «ἦταν ἀόρατη καὶ ἀγγελικὴ δύναμις σὲ μορφὴ ἀστέρος σχηματισμένη» (ἐν τῇ σειρᾷ τοῦ κατὰ Ματθαῖον). Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι ἡ προθυμία αὐτὴ τῶν Μάγων φαίνεται πὼς ὑπερβαίνει κατὰ κάποιο τρόπο τὴν προθυμία καὶ τὴν ὑπακοὴ ἐκείνη τοῦ Πατριάρχη Ἀβραάμ στὸν ὁποῖον ἀμέσως μίλησε ὁ ὕψιστος Θεὸς μὲ καθαρὴ γλῶσσα καὶ ὄχι μὲ ἀστέρα, λέγοντάς του «Φύγε ἀπὸ τὴν χώρα σου καὶ ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς σου καὶ ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ πατέρα σου καὶ πήγαινε σὲ μία χώρα, ποὺ θὰ σοῦ δείξω» (Γέν. 12,1).
Ἂν μάλιστα, συγκρίνης αὐτοὺς τοὺς μάγους μὲ τοὺς ἄλλους ἐθνικούς, ποὺ εἶδαν ἐκεῖνο τὸν ἀστέρα καὶ μάλιστα μὲ τοὺς Ἑβραίους, ποὺ εἶχαν ἀκόμη καὶ τὶς προφητεῖες σχετικὰ μὲ αὐτὸν τὸν ἀστέρα, «θὰ ἀνατείλη ἕνα ἀστέρι ἀπὸ τὸν Ἰακώβ» (Ἀριθμ. 24,17) καί, ὅμως, δὲν κινήθηκαν καθόλου νὰ ζητήσουν τὸν Χριστό, τότε θὰ φανῆ ἡ ὑπακοὴ τῶν μάγων ὑπερβολικὴ καὶ ἐξαιρετική, γιατὶ ἄφησαν ἀμέσως καὶ πατρίδα καὶ σπίτια καὶ συζύγους καὶ παιδιὰ καὶ συγγενεῖς καὶ τὴν περιουσία καὶ τὴν αὐθεντία τους καὶ δόθηκαν σὲ μία ὁδοιπορία ἄγνωστη, ἀσυνήθιστη, μακρὰ, πολυχρόνια δύο σχεδὸν χρόνων, κουραστική, ἐπικίνδυνη σὲ ξένους τόπους· καὶ τὸ σπουδαιότερο εἶναι, ποὺ ὅλα αὐτὰ τὰ ὑπέμειναν γιὰ ἕναν σκοπὸ ἀμφίβολο καὶ ἀβέβαιο”. Καὶ ἐδῶ ἂς σκεφθῆ ὁ καθένας, πόσες τεχνικές χρησιμοποίησε ὁ διάβολος, ὁ κόσμος καὶ ἡ σάρκα καὶ πόσους λογισμοὺς σήκωσαν σὲ ἐκείνους τοὺς χαριτωμένους μάγους, γιὰ νὰ αὐξήσουν αὐτὲς τὶς δυσκολίες καὶ νὰ τοὺς ἐμποδίσουν ἀπὸ τὸν θεάρεστο δρόμο τους, ὅπως συνηθίζουν νὰ κάνουν πάντοτε αὐτοὶ οἱ τρεῖς μεγάλοι ἐχθροί μας σὲ ὅλους ἐκείνους, ποὺ ὑπηρετοῦν τὸν Κύριο.
Οἱ μάγοι, ὅμως, ἔκλεισαν τὰ αὐτιά τους σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ ψιθυρίσματα τῶν ἐχθρῶν καὶ τὰ ἄνοιξαν μόνο καὶ μόνο στὸ νὰ ὑπακούσουν στὸ προσκάλεσμα τοῦ Θεοῦ. Ὢ πίστις ἀδιάκριτη! Ὦ ὑπακοὴ ὑπερβάλλουσα! Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Προφήτης Ησαΐας προβλέποντας αὐτὰ εἶπε, ὅτι οἱ μὲν Ἀσσύριοι, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἦταν αὐτοὶ οἱ μάγοι, θὰ γίνουν πρῶτοι στὴν θεογνωσία· δεύτεροι οἱ Αἰγύπτιοι, στοὺς ὁποίους κατέβηκε ὁ Κύριος ὡς νήπιο, καὶ τρίτοι οἱ Ἰσραηλίτες· «Τὴν ἡμέρα ἐκείνη ὁ Ἰσραὴλ θὰ εἶναι τρίτος μετὰ τοὺς Αἰγυπτίους καὶ τοὺς Ἀσσυρίους» (19,24). Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ μέγας Βασίλειος σχετικὰ μὲ αὐτοὺς εἶπε· «Οἱ μάγοι τὸ ἀπαλλοτριωμένο τοῦ Θεοῦ καὶ ξένο τῶν διαθηκῶν ἔθνος, ἀξιώθηκαν πρῶτοι νὰ προσκυνήσουν γιατὶ οἱ μαρτυρίες τῶν ἐχθρῶν εἶναι πιὸ ἀξιόπιστες· ἂν προσκυνοῦσαν πρῶτοι οἱ Ἰουδαῖοι, θὰ νομιζόταν ὅτι ἐγκωμιάζουν τὴν συγγένειά τους τώρα, ὅμως, προσκυνοῦν αὐτοί, ποὺ δὲν εἶχαν καμμία σχέσι μὲ τὸν Θεό, ὥστε νὰ κατα κριθοῦν οἱ οἰκεῖοι ποὺ σταύρωσαν ἐκεῖνον ποὺ προσκύνησαν οἱ άλλοεθνεῖς» (Λόγ. εἰς τὴν Χριστοῦ Γέννησιν).
Τώρα, ἐσύ, ἀγαπητὲ ἀναγνώστη, ἐξέτασε μὲ ἀκρίβεια, γιὰ νὰ δῆς πόσο μακρυὰ εἶσαι ἀπὸ τὸ παράδειγμα τῶν μάγων. Διότι καὶ σὲ σένα πόσους ἀστέρες ἔκανε ὁ Κύριος νὰ λάμψουν, γιὰ νὰ σὲ ὁδηγήση στὴν χάρι του καὶ νὰ σὲ συμμαζέψη στὸν ἑαυτό του, δηλαδὴ πόσους φωτισμοὺς καὶ ἐλλάμψεις σοῦ ἔστειλε, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀναρίθμητοι πότε ἐσωτερικὰ μὲ τοὺς καλοὺς λογισμοὺς ποὺ ἔβαζε στην καρδιά σου, καὶ πότε ἐξωτερικά, ἢ μὲ τὶς θεῖες Γραφὲς καὶ τὰ ἱερὰ βιβλία ποὺ διάβαζες, ἢ καὶ μὲ τοὺς διδασκάλους καὶ τοὺς πνευματικοὺς πατέρες, μὲ τοὺς ὁποίους συνωμίλησες. Ὅμως, ἐσὺ δὲν θέλησες ποτὲ νὰ ὁδηγηθῆς ἀπὸ αὐτούς, ἀλλὰ προτιμῶντας νὰ μὴ ἀρνηθῆς τὴν ἀναπαυτικὴ ζωὴ ποὺ ζῆς καὶ τὶς ἀνέσεις σου καὶ τὸν πλοῦτο σου καὶ τὴν φιλία καὶ τὴν συναναστροφὴ μερικῶν, ἄφησες νὰ λάμπουν μάταια σὲ σένα τὰ οὐράνια φῶτα καὶ δὲν θέλησες νὰ μετακινηθῆς ἀπὸ τὸν τόπο σου καὶ νὰ κάνης ἔστω καὶ ἕνα βήμα ποδιοῦ, γιὰ νὰ ζητήσης νὰ βρῆς τὸν Θεό· μὲ ἄλλα λόγια, νὰ περπατήσης στὴν ὁδὸ τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου καὶ νὰ κάνης κανένα και λό, ἀλλὰ δικαιολογεῖσαι σὰν ἐκεῖνον τὸν ἀμελῆ καὶ τὸν τεμπέλη καὶ λές. «Λιοντάρι ὑπάρχει στοὺς δρόμους καὶ στὶς πλατεῖες ἐγκληματίες» (Παρ. Σολ. 22,13), μολονότι ὁ Κύριός μας δὲν σοῦ ζητεῖ μεγάλα καὶ δύσκολα πράγματα. Σοῦ ζητεῖ νὰ ἐξομολογῆσαι πολὺ συχνά, νὰ διαβάζης κανένα ψυχοφελές βιβλίο, νὰ εἶσαι περισσότερο συμπονετικὸς στοὺς πτωχοὺς καὶ λιγώτερο στὸν ἑαυτό σου, νὰ κόβης τὶς ὑπερβολικὲς ἡδονές, ποὺ προξενοῦν στὴν καρδιά σου μία τέτοια ἀπόλαυσι, ποὺ εἶναι ἐντελῶς ἀντίθετη στὸ πνεῦμα τοῦ ἀληθινοῦ χριστιανοῦ, ὁ ὁποῖος πολεμεῖ μὲ τὰ πάθη του σὰν καλὸς στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ. Ἐσύ, ὅμως, ὄχι μόνο δὲν θέλεις νὰ διώξης ἐκεῖνες τὶς θεμιτὲς ἡδονές, ποὺ δὲν ἐμποδίζει ὁ νόμος, ἀλλὰ δέχεσαι ἀκόμη καὶ τὶς ἀπαγορευμένες, λὲς καὶ δὲν σὲ φέρνουν στὴν ἀπώλεια μέσα ἀπὸ τὸν πλατὺ δρόμο· «Διότι εἶναι πλατειὰ ἡ πύλη καὶ εὐρύχωρος ὁ δρόμος, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν καταστροφή» (Ματθ. 7,13).
Ἕως πότε, ὅμως, θὰ βαδίζης αὐτὸν τὸν δρόμο τῆς ἀπώλειας καὶ δὲν θὰ θέλης νὰ περπατᾶς, ὅπως οἱ μάγοι, τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας; Νὰ ποὺ ἦλθε πλέον ὁ καιρός, γιὰ νὰ ἀρχίσης μέσα σ’ αὐτὴν τὴν ἡσυχία σου, νὰ παραδώσης τὸν ἑαυτό σου στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ὑπακούσης στὶς προσκλήσεις ποὺ σοῦ κάνει ἀπὸ τὸν οὐρανό, τόσο μέσα ἀπὸ τὶς θεῖες του Γραφές, ὅσο καὶ μέσα ἀπὸ τὶς θεϊκές του ἐμπνεύσεις, ἂν θέλης νὰ βρῆς τὸν Ἰησοῦ.
Από το βιβλίο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΑ Α. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ








Το θέμα διαβάστηκε 70 φορές !

